- κληροῦμαι
- κληρόωappoint by lotpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
улучаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. κληροῦμαι) наследую; достигаю, получаю (2 Тим … Словарь церковнославянского языка
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
μετακληρούμαι — μετακληροῡμαι, όομαι (Α) μετατάσσομαι σε άλλο κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κληροῦμαι «μοιράζομαι με κλήρο»] … Dictionary of Greek